αγευσία

αγευσία
Η ελάττωση της αίσθησης της γεύσης, που μπορεί να είναι συγγενής ή επίκτητη. Στην τελευταία περίπτωση, οφείλεται σε βλάβη των γευστικών νεύρων ή σε βλάβη της όσφρησης. Η α. είναι συχνά μερική, πολλές φορές όμως και ολοκληρωτική. Την α. προκαλούν πολλές αιτίες, με κυριότερες το συνάχι, τη δυσπεψία και την κατάχρηση του καπνίσματος. Προκαλείται επίσης και στην περίπτωση που ξηραίνεται ο βλεννογόνος. Η α. είναι σοβαρότερη όταν οφείλεται στην κακή λειτουργία ορισμένων νεύρων. A. παθαίνουν και υστερικά άτομα.
* * *
η Ιατρ.
απώλεια ή σημαντική ελάττωση τής γεύσης, λόγω βλάβης στο προσωπικό και, σπανιότερα, στο γλωσσοφαρυγγικό νεύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α- στερητ. + γεύση + κατάλ. -ία, πρβλ. νεολατιν. ageusia].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγεψιά — η η αγευσία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”